- ξενολατρία
- η [ξενολάτρης]υπερβολική συμπάθεια προς τους ξένους και όσα τους αφορούν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενολατρία — η 1. το να λατρεύει κανείς ή να εκτιμά υπερβολικά τους ξένους. 2. η αγάπη και προτίμηση σε καθετί το ξένο, αλλ. ξενομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξενομανία — η ο μεγάλος θαυμασμός, η αγάπη προς καθετί το ξένο, αλλ. ξενολατρία: Τον έπιασε φοβερή ξενομανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)